- ἑστήκασι
- ἑστήκᾱσι , ἵστημιmake to standperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επήλυξ — ἐπῆλυξ ο, η (Α) αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι («τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήλυξ «σκοτάδι»] … Dictionary of Greek